- σύμπηκτος
- ος , ον сгущённый; загустевший, очень густой; свернувшийся;
σύμπηκτον μέλι — загустевший мёд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύμπηκτον μέλι — загустевший мёд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύμπηκτος — η, ο / σύμπηκτος, ον, ΝΑ [συμπήγνυμι] πηχτός, πηγμένος («γάλα σύμπηκτον», Φιλόξ.) αρχ. 1. ο μαζί με άλλον συγκροτημένος, μαζί κατασκευασμένος 2. στερεός, συμπαγής … Dictionary of Greek
σύμπηκτον — σύμπηκτος put together masc/fem acc sg σύμπηκτος put together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπήκτοις — σύμπηκτος put together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπηκτα — σύμπηκτος put together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπήκτωση — η, Ν 1. η ιδιότητα τού σύμπηκτου 2. φρ. «σημείο συμπήκτωσης» ο βαθμός τής θερμοκρασίας κατά τον οποίο ένα υγρό και, ιδίως, λάδι παύει να είναι ρευστό και αρχίζει να πήζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπηκτος + κατάλ. ωση (πρβλ. πυράκτ ωση)] … Dictionary of Greek
συμπήξ — ῆγος, ὁ, Α σύμπηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατα πήξ] … Dictionary of Greek
ξύμπηκτα — σύμπηκτα , σύμπηκτος put together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)